- ἱκετηρίς
- ἱκετ-ηρίς, ίδος, ἡ, pecul. fem. of ἱκετήριος, Orph.H.3.13,34.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ικετηρίς — ἱκετηρίς, ἡ (Α) βλ. ικετήριος … Dictionary of Greek
ἱκετηρίδα — ἱκετηρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίδι — ἱκετηρίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek